-
1 φιλική
-
2 φιλικῇ
-
3 φιλική
φιλικόςfriendly: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
4 беседа
беседа ж η συνομιλία, η συζήτηση, η κουβέντα; дружеская - η φιλική συζήτηση* * *жη συνομιλία, η συζήτηση, η κουβένταдру́жеская бесе́да — η φιλική συζήτηση
-
5 дружеский
дружеский φιλικός; \дружескийие связи οι φιλικές σχέσεις в \дружескийой атмосфере σε φιλική ατμόσφαιρα* * *дру́жеские свя́зи — οι φιλικές σχέσεις
в дру́жеской атмосфе́ре — σε φιλική ατμόσφαιρα
-
6 дружественный
дружественный φιλικός \дружественныйая страна η φιλική χώρα* * *дру́жественная страна́ — η φιλική χώρα
-
7 расположение
расположение с 1) (порядок) η σειρά, η διάταξη 2) (настроение ) η (ψυχική) διάθεση 3) (отношение) η συμπάθεια, η φιλική διάθεση* * *с1) ( порядок) η σειρά, η διάταξη2) ( настроение) η (ψυχική) διάθεση3) ( отношение) η συμπάθεια, η φιλική διάθεση -
8 страна
страна ж η χώρα; дружественная \страна η φιλική χώρα* * *жη χώραдру́жественная страна́ — η φιλική χώρα
-
9 совет
советм1. (наставление) ἡ συμβουλή:\совет врачей ἡ ἱατρική συμβουλή· дру́жеский \совет ἡ φιλική συμβουλή, ἡ φιλική παραίνεση· следовать чьим-л. \советам ἀκολουθώ τίς συμβουλές κάποιου·2. (совещание) συμβούλιο[ν]:военный \совет τό πολεμικό συμβούλιο· семейный \совет τό οίκογενειακό[ν] συμβούλιο[ν]·3. (административный или общественный орган) τό συμβούλιο[ν]:Совет Министров τό ϋπουργικό[ν] συμβούλιο[ν]· Всемирный \совет Мира τό Παγκόσμιο[ν] Συμβούλιο[ν] είρήνης· Совет Безопасности СОН τό Συμβούλων 'Ασφαλείας τοῦ ΟΗΕ·4. (орган государственного управления в СССР) τό Σοβιέτ, τό Συμβούλιο[ν]:Верховный Совет СССР τό Άνώτατο[ν] Σοβιέτ τής ΕΣΣΔ (τής Ένωσης τῶν Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών)· Совет Союза τό Σοβιέτ τής Ένωσης· Совет Национальностей τό Σοβιέτ τών Εθνοτήτων Совет народных депутатов τό Σοβιέτ των \си́кС5р βουλευτών' областной \совет τό Σοβιέτ τής περιοχής· местные \советы τά τοπικά Σοβιέτ· городской \совет τό Σοβιέτ τής πόλεως· сельский \совет τό Σοβιέτ τοῦ χωριοῦ· Съезд Советов τό συνέδριο των Σοβιέτ· ◊ \совет да4 любовь μονοιασμένοι κι ἀγαπημένοι. -
10 дружеский
επ.φιλικός•дружеский привет φιλικός χαιρετισμός•
дружеский тон φιλικός τόνος•
-ая улыбка φιλικό χαμόγελο•
-ая услуга φιλική εξυπηρέτηση•
-ая атмосфера φιλική ατμόσφαιρα.
-
11 φιλικός
φιλικός, dem Freunde gehörig, gebührend, geziemend, eigen, freundschaftlich, freundlich; ὁπόταν φιλικὰ παράσχῃ ξένια Plat. Legg. XI, 919 a; φιλικὰ ἔργα, auch ohne ἔργα, Freundschaftsbeweise, Xen. Cyr. 8, 7,15 Mem. 2, 6,21. 3, 10, 3 u. Folgde; φιλικὴ κοινωνία πραγμάτων Pol. 2, 37, 10. – Adv., φιλικῶς ἔχειν πρός τινα, freundlich gegen Einen gesinnt sein, Plat. Gorg. 485 e; Pol. 4, 32, 4; φιλικώτερον χρῆσϑαί τινι Xen. Mem. 4, 3,13.
-
12 κοινωνικός
κοινωνικός, zur Theilnahme, Gemeinschaft gehörig, geschickt, mittheilend, gesellig; Plat. defin. 411 e wird die δικαιοσύνη erkl. als ἰσότης κοινωνική, wie Arist. pol. 3, 13 ἀρετὴ κοινωνική; so Folgende; κοινωνικὴ καὶ φιλικὴ διάϑεσις Pol. 2, 41, 1; τῶν ὄντων, gern davon mittheilend, Luc. Tim. 56 u. a. Sp. – Adv.; κοινωνικῶς χρῆσϑαι τοῖς εὐτυχήμασι, Andere an seinem Glücke Theil nehmen lassen, Pol. 18, 31, 7; ζῆν Plut. adv. Col. 2, wie βιοῠν D. Sic. 5, 9; so auch A.
-
13 ὑπο-γίγνομαι
ὑπο-γίγνομαι (s. γίγνομαι), nach und nach, allmälig werden, entstehen; εἰ καί τι νοσῶδες ὑπογένοιτο Tim. Locr. 104 a; ὑπεγένετο φιλική τις διάϑεσις Pol. 2, 44, 1; συνήϑεια 6, 5, 10; ζῆλος 11, 8, 4; Folgde.
-
14 λειτουργια
атт. λῃτουργία ἥ1) лейтургия (литургия), общественная повинность (в Афинах все граждане с имущественным цензом не ниже трёх талантов должны были, в порядке известной очереди, выполнять на свой счет лейтургии регулярные: χορηγία, γυμνασιαρχία, ἑστίασις, ἀρχιθεωρία - и чрезвычайные: τριηραρχια, προεισφορά) Isocr., Plat., Arst. etc.2) государственная служба, общественная работаὁ ἐπὴ λειτουργιῶν Polyb. — начальник рабочей команды ( в армии)
3) работа, функция(ἥ τοῦ στόματος и διὰ τοῦ στόματος λ. Arst.)
4) культ. служба, служение, почитание(πρὸς τοὺς θεούς Arst.; τῶν θεῶν Diod.)
5) услуга(λ. φιλική Luc.; πρός τινα NT.)
-
15 υπογιγνομαι
ион. ὑπογίνομαι (γῑ) постепенно зарождаться, мало-помалу возникатьἵνα γενεέ ὑπογίνηται Her. — чтобы появилось потомство;
ὑπεγένετο φιλική τις αὐτοῖς διάθεσις Polyb. — мало-помалу у них установились какие-то дружеские отношения -
16 визит
η επίσκεψ/ηнаносить - κάνω -, επισκέπτομαιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > визит
-
17 услуга
1. (действие, приносящее помощь, пользу другому) η υπηρεσί/αоказать - у κάνω τη χάρη, εξυπηρετώ2. -й (обслуживание) οι υπηρεσίεςпредлагать - и προτείνω/προσφέρω τις -- связи - επικοινωνίας, τηλεφωνικές -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > услуга
-
18 др^жеский
др^жеск||ийприл φιλικός, φιλόφρων:\др^жескийий совет ἡ φιλική συμβουλή· находиться в \др^жескийих отношениях ἔχω φιλικές σχέσεις· быть на \др^жескийой ноге с кем-л. εἶμαι στενός φίλος μέ κάποιον. -
19 дружба
дру́жб||аж ἡ φιλία, ἡ φιλική σχέσις:\дружба народов ἡ φιλία τῶν λαῶν быть в \дружбае с... εἶμαι φίλος μέ..., ἔχω φιλία μέ..., ἔΧω φιλικές σχέσεις· ◊ не в слу́жбу, а в \дружбау погов. χάριν φιλίας. -
20 дружественный
дружественныйприл φιλικός, φίλιος:\дружественныйая страна ἡ φιλική χώρα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Φιλική Εταιρεία — Ελληνική μυστική οργάνωση πατριωτικού χαρακτήρα, που ιδρύθηκε το πρώτο δεκαπενθήμερο του 1814, με σκοπό την προετοιμασία και την πραγματοποίηση του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων εναντίον του οθωμανικού ζυγού. Η Φ.Ε. αποτέλεσε τον τελευταίο… … Dictionary of Greek
φιλικῇ — φιλικός friendly fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλική — φιλικός friendly fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλικῆι — φιλικῇ , φιλικός friendly fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλικός — ή, ό / φιλικός, ή, όν, ΝΜΑ [φίλος] αυτός που ανήκει και αναφέρεται στον φίλο ή στη φιλία ή αυτός που νιώθει και εκφράζει φιλία (α. «φιλικές σχέσεις» β. «φιλική συντροφιά» γ. «φιλική συμπεριφορά» δ. «ἀλλ ἐπὶ ταῡτα εὐθὺς οἰκοδομεῑτε ἄλλα φιλικὰ… … Dictionary of Greek
Αινιάν — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από τον Τυμφρηστό. 1. Γεώργιος (1788 – 1843). Αγωνιστής της Επανάστασης και πολιτικός, πρωτότοκος γιος του Παπα Ζαχαρία. Μαθήτευσε στη σχολή Κουρού Τσεσμέ και στη Μεγάλη του Γένους Σχολή. Στη συνέχεια δίδαξε … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Ζαφειρόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Καταγόταν από τη Ναυπακτία. Πολέμησε στην Αλαμάνα, στη Γραβιά, στον Πέτα, στο Μακρυνόρος, στο Μεσολόγγι, στην Άμπλιανη κ.α. Το 1824 προήχθη σε ταξίαρχο. 2. Αναγνώστης ή Τσιγγέλης. Οπλαρχηγός από την… … Dictionary of Greek
Ιωαννίδης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αλέξανδρος. Καταγόταν από τη Μακεδονία. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και ήταν από τους πρώτους που επαναστάτησαν στη Χαλκιδική. Σκοτώθηκε πολεμώντας στο πλευρό του Εμμ. Παππά. 2. Γεώργιος. Δάσκαλος, ο οποίος… … Dictionary of Greek
Μαυρομιχάλης — Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών και πολιτικών από τη Μάνη. Σύμφωνα με την παράδοση προέρχονταν από τη Θράκη, ωστόσο στα μέσα του 14ου αι. δέχτηκαν πιέσεις από τους Τούρκους και κατέφυγαν στη Μάνη, όπου τελικά εγκαταστάθηκαν. Πολλά μέλη της… … Dictionary of Greek
κυριακός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Κ. (2ος αι. μ.Χ.). Τόσο αυτός όσο και ο Χριστιανός ήταν νήπια τα οποία αποκεφαλίστηκαν στη Ρώμη επί Αντωνίνου (138 160), επειδή, κατά την παράδοση, ψέλλιζαν το όνομα του Ιησού. Η μνήμη τους τιμάται… … Dictionary of Greek